μόρφωμα

μόρφωμα
το (ΑΜ μόρφωμα)
1. μορφή, εικόνα, σχήμα
νεοελλ.
1. δημιούργημα, σχηματισμός
2. βιολ. φαινότυπος που εμφανίζεται σε ένα είδος ως αντίδραση σε ασυνήθιστο ή τεχνητό περιβάλλον
μσν.
απεικόνιση μορφής, κυρίως αγίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφώνω ή < μορφή + κατάλ. -ωμα (πρβλ. κεφαλή: κεφάλωμα, μηχανή: μηχάνωμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μόρφωμα — form neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφωμάτων — μόρφωμα form neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφώμασι — μόρφωμα form neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφώμασιν — μόρφωμα form neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφώματα — μόρφωμα form neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφώματι — μόρφωμα form neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφώματος — μόρφωμα form neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφώματ' — μορφώματα , μόρφωμα form neut nom/voc/acc pl μορφώματι , μόρφωμα form neut dat sg μορφώματε , μόρφωμα form neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοπεριτοναϊκός — ή, ό (ανατ. ιατρ.) (για σχηματισμό ή μόρφωμα ή σύμπτωμα) αυτός που βρίσκεται ή εμφανίζεται πίσω από την κοιλότητα τού περιτοναίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”